Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μειώνομαι εις το

  • 1 ελάχιστο(ν)

    το минимальная величина, минимальный размер;

    μειώνομαι εις το ελάχιστο(ν) — сокращаться до минимальных размеров;

    επ' ελάχιστο(ν) — в течение короткого времени, за короткий срок;

    κατ' ελάχιστο(ν) — ничуть, нисколько;

    τό ελάχιστο(ν) — или τουλάχιστον — по крайней мере, как минимум; — хотя бы;

    θα είμαστε τουλάχιστον είκοσι άτομα нас будет минимум 20 человек;
    πες μου τουλάχιστον πότε θα επιστρέψεις скажи мне, по крайней мере, когда ты вернёшься

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελάχιστο(ν)

  • 2 ελάχιστο(ν)

    το минимальная величина, минимальный размер;

    μειώνομαι εις το ελάχιστο(ν) — сокращаться до минимальных размеров;

    επ' ελάχιστο(ν) — в течение короткого времени, за короткий срок;

    κατ' ελάχιστο(ν) — ничуть, нисколько;

    τό ελάχιστο(ν) — или τουλάχιστον — по крайней мере, как минимум; — хотя бы;

    θα είμαστε τουλάχιστον είκοσι άτομα нас будет минимум 20 человек;
    πες μου τουλάχιστον πότε θα επιστρέψεις скажи мне, по крайней мере, когда ты вернёшься

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ελάχιστο(ν)

См. также в других словарях:

  • περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • προσυστέλλομαι — Α συστέλλομαι, συμμαζεύομαι, μειώνομαι εκ τών προτέρων («οὕς καὶ καταχωρίσαι εἰς τὴν προσυνεσταλμένην αὐθεντίαν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»